γέμιση — η 1. το να γεμίζει κανείς κάτι με κάτι άλλο 2. στρατ. το να βάζει κανείς πυρομαχικά στον σωλήνα τού πυροβόλου ή φυσίγγια στην κάννη τού όπλου 3. το παρασκεύασμα, το υλικό με το οποίο παραγεμίζονται διάφορα κηπευτικά (ντομάτες, μελιτζάνες),… … Dictionary of Greek
γεμίσῃ — γεμίζω fill full of aor subj mid 2nd sg γεμίζω fill full of aor subj act 3rd sg γεμίζω fill full of fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεμίζω — και γιομίζω και γιομώζω και γιομώνω (AM γεμίζω, Μ και γεμώζω και γεμώνω) 1. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή φορτώνω κάτι έτσι, ώστε να μη μένει καθόλου κενό («γεμίζω το ποτήρι κρασί», «σποδοῡ γεμίζων λέβητας») 2. τρώω πολύ, χορταίνω (α. «τή… … Dictionary of Greek
γόμος — ο 1. γέμιση μαξιλαριού ή στρώματος: Έβαλε γόμο στο μαξιλάρι πούπουλα. 2. γέμιση φαγητού: Έβαλα γόμο στην πάπια ρύζι και κιμά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έκκαυμα — Μέσο για την πρόκληση έκρηξης μιας γόμωσης. Το έ. χρησιμοποιείται για να αποφευχθούν οι εύφλεκτες εκρηκτικές ύλες σε επικίνδυνες ποσότητες (όπως ο βροντώδης υδράργυρος), οι οποίες είναι πολύ ευαίσθητες στην κρούση. Τα βλήματα είναι συνήθως… … Dictionary of Greek
αιματιά — και ματιά και αιμαθιά και αμαθιά, η (Α αἱματιά) [αἶμα] είδος αλλαντικού που παρασκευάζεται από το παχύ έντερο τού χοίρου με γέμιση από ρύζι, χόντρο ή τραχανά και διάφορα αρωματικά καρυκεύματα συχνά περιέχει και πηγμένο αίμα χοίρου νεοελλ. 1. το… … Dictionary of Greek
αυξομείωση — η (AM αὐξομείωσις) [αυξομειώ] η διαδοχική αύξηση και μείωση αρχ. 1. η παλίρροια 2. η γέμιση και η χάση του φεγγαριού … Dictionary of Greek
γέμισμα — το (Μ γέμισμα) [γεμίζω] νεοελλ. 1. το να γεμίζει κανείς κάτι με κάτι άλλο 2. το υλικό με το οποίο γεμίζει κανείς κάτι 3. φρ. «το γέμισμα τού φεγγαριού» η γέμιση* τού φεγγαριού 4. στρατ. η ποσότητα τής πυρίτιδας ή άλλης εκρηκτικής ύλης που είναι… … Dictionary of Greek
γέμος — ο (Α γέμος, το) [γέμω] το φορτίο νεοελλ. η γέμιση … Dictionary of Greek
γέμωση — η η γέμιση τού φεγγαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεμίζω, με αναλογικό σχηματισμό προς το λίγωση (βλ. και λ. γεμώνω)] … Dictionary of Greek